- επαληθευτικός
- -ή, -όπου επαληθεύει κάτι, που το αποδείχνει ως αληθινό, εξακριβωτικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επαληθευτικός — ή, ό [επαλήθευση] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή χρησιμεύει για επαλήθευση … Dictionary of Greek
παραστατικός — ή, ό / παραστατικός, ή, όν, ΝΑ [παραστάτης] νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στην παράσταση ή που έχει γίνει με τη βοήθεια προϋπαρχουσών παραστάσεων («παραστατική διδασκαλία») 2. αυτός που έχει την ικανότητα ή την ιδιότητα να παριστάνει, να… … Dictionary of Greek
επιβεβαιωτικός — ή, ό επίρρ. ά που επιβεβαιώνει, που γίνεται ή χρησιμεύει για επιβεβαίωση, επαληθευτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)